κρακτικός

κρακτικός
κρακτικός, -ή, -όν (Α) [κράκτης]
θορυβώδης («λάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρακτικός — noisy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικόν — κρακτικός noisy masc acc sg κρακτικός noisy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικώτατον — κρακτικός noisy masc acc superl sg κρακτικός noisy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικοί — κρακτικός noisy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρακτικοῦ — κρακτικός noisy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράζω — (AM κράζω) 1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.) 2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ) νεοελλ. επιπλήττω ή αποδοκιμάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”